- οφθαλμός
- ο1. όργανο της όρασης, αλλ. μάτι.2. (βοτ.), μάτι κλαδιού φυτού, μπουμπούκι απ' όπου βγαίνει το βλαστάρι ή το λουλούδι.3. (ναυτ.), τρύπα στα πλάγια του πλοίου.4. στην τυπογραφία, το ανάγλυφο τμήμα του τυπογραφικού στοιχείου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.